γλεντώ

γλεντώ
(-άω) και γλεντίζω
1. διασκεδάζω τρώγοντας και πίνοντας με χορούς και τραγούδια, είμαι σε γλέντι
2. μτφ. αισθάνομαι ευχαρίστηση με κάτι («γλεντάω τη μοναξιά μου», «εσύ γλεντάς με τα καμώματα της», Βάρναλ.)
3. (μτβ.) προσφέρω ευχαρίστηση σε κάποιον («το μονοπάτι μ' έβγαλε στην κόρη που μέ γλένταγε», δημοτικό τραγούδι)
4. απολαμβάνω κάποιον ή κάτι πέρα για πέρα («την εγλέντησα τη ζωή μου»)
5. διασκεδάζω ζωηρά («τό γλεντήσατε χθες όλη μέρα»)
6. διασκεδάζω ερωτικά με γυναίκα («τήν εγλέντησε καλά καλά κι έπειτα τήν παράτησε»)
7. κατασπαταλώ χρήματα σε διασκεδάσεις, ασωτεύω («όσα βγάζει τά γλεντά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γλεντώ είναι μεταπλασμένος τ. ενεστώτα αντί γλεντίζω από τον αόρ. εγλέντισα, που συνέπιπτε ακουστικώς προς τον αόρ. σε -ησα ενεστωτικών τύπων σε -ώ- (πρβλ. σκορπίζω > σκορπώ). Ο τ. γλεντίζω < τουρκ. eğlenmek].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γλεντώ — γλεντάω / γλεντώ, γλέντησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γλεντώ — γλέντησα 1. κάνω γλέντι, συμμετέχω σε γλέντι, διασκεδάζω: Γλεντήσαμε τις Αποκριές μέχρι το ξημέρωμα. 2. απολαμβάνω κάτι: Γλεντούν τον έρωτά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκρεύω — [Αποκρεά] 1. τρώω κρέας την τελευταία μέρα πριν από την περίοδο της νηστείας 2. γιορτάζω την αποκριά 3. γλεντώ, διασκεδάζω 4. βλέπω για τελευταία φορά, χάνω οριστικά («αποκρέψαμε από φίλους») …   Dictionary of Greek

  • απολαμβάνω — κ. λαβαίνω (AM απολαμβάνω) 1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι 2. παίρνω ό,τι μου ανήκει 3. αμείβομαι νεοελλ. 1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής 2. γλεντώ, τέρπομαι αρχ. 1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον 2. παίρνω μακριά, απομακρύνω 3. παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • γλέντι — το 1. διασκέδαση με φαγητό, ποτό και τραγούδι («έφαγε τα λεφτά του στα χαρτιά και στα γλέντια») 2. η εύθυμη διάθεση από αστεία γεγονότα ή λόγια («ήτανε γλέντι να τόν ακούς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. γλεντώ] …   Dictionary of Greek

  • γλεντίζω — βλ. γλεντώ …   Dictionary of Greek

  • γλεντοκόπος — ο αυτός που γλεντοκοπά, ο γλεντζές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλεντώ + κόπος*] …   Dictionary of Greek

  • θαλιάζω — (Α) [θαλία] διασκεδάζω, γλεντώ …   Dictionary of Greek

  • στήνω — και στένω και σταίνω Ν 1. βάζω κάτι όρθιο, τοποθετώ κάτι με τρόπο ώστε να στέκεται όρθιο («στήνω το κοντάρι τής σημαίας») 2. εγκαθιστώ, ανεγείρω («οι σεισμόπληκτοι έστησαν καλύβες») 3. ιδρύω («μαζεύτηκαν οι τρεις τους και έστησαν μια εταιρεία») 4 …   Dictionary of Greek

  • συγκωμάζω — Α 1. μετέχω από κοινού σε διασκεδάσεις 2. παραδίδομαι στην κραιπάλη μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κωμάζω «συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, τραγουδώ, γλεντώ, φέρομαι χυδαία» (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”